Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


travèrso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traˈvɛrso]

το εγκάρσιο

travèrso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [traˈvɛrso]

1 λοξός
2 πλάγιος
3 εγκάρσιος
4 κατά πλάτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traversino traversone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare di traverso = στραβοκαταπίνω || avere la luna di traverso = έχω τα φεγγάρια μου || flauto [αρσ.] traverso = το φλάουτο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traversare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traversata (θηλ.ουσ)
traversia (θηλ.ουσ)
traversina (θηλ.ουσ)
traversino (ουσ αρσ )
traverso (ουσ αρσ )
traverso (επίθ.)
traversone (ουσ αρσ )
travertino (ουσ αρσ )
travestimento (ουσ αρσ )
travestire (ρ. μτβ.)
travestirsi (ρ.μ. (αντων.))
travestitismo (ουσ αρσ )
travestito (ουσ αρσ )
travestito (επίθ.)
travet (ουσ αρσ )
travetto (ουσ αρσ )
traviamento (ουσ αρσ )
traviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traviarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---