Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traviàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [traˈvjare]

1 εκφαυλίζω
2 ξεμαυλίζω
3 ξεπλανεύω
4 διαφθείρω
5 ασελγώ
6 εκμαυλίζω

traviarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [traˈvjarsi]

1 παραστρατώ
2 ξεστρατίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traviamento traviato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

travestito (ουσ αρσ )
travestito (επίθ.)
travet (ουσ αρσ )
travetto (ουσ αρσ )
traviamento (ουσ αρσ )
traviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traviarsi (ρ.μ. (αντων.))
traviato (επίθ.)
traviatore (αρσ. επίθ και ουσ)
travicello (ουσ αρσ )
travisamento (ουσ αρσ )
travisare (ρ. μτβ.)
travolgente (επίθ.)
travolgere (ρ. μτβ.)
trazione (θηλ.ουσ)
tre ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
trealberi (ουσ αρσ )
trebbia (θηλ.ουσ)
trebbiare (ρ. μτβ.)
trebbiatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---