Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtravestìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [travesˈtito] τραβεστί travestìto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [travesˈtito] 1 μασκαρεμένος 2 μεταμφιεσμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |