Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


travétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traˈvetto]

1 καδρόνι σκεπής
2 πάτερο
3 πατόξυλο
4 δοκάρι υποστήριξης στέγης
5 μαδέρι
6 υποστήριγμα πατώματος
7 δοκάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  travet traviamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

travestirsi (ρ.μ. (αντων.))
travestitismo (ουσ αρσ )
travestito (ουσ αρσ )
travestito (επίθ.)
travet (ουσ αρσ )
travetto (ουσ αρσ )
traviamento (ουσ αρσ )
traviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traviarsi (ρ.μ. (αντων.))
traviato (επίθ.)
traviatore (αρσ. επίθ και ουσ)
travicello (ουσ αρσ )
travisamento (ουσ αρσ )
travisare (ρ. μτβ.)
travolgente (επίθ.)
travolgere (ρ. μτβ.)
trazione (θηλ.ουσ)
tre ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
trealberi (ουσ αρσ )
trebbia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---