travòlgere
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [traˈvɔlʤere]
1 εξουθενώνω
2 υπερνικώ
3 καταστρέφω
4 χτυπώ και ρίχνω κάτω
5 πατώ με αυτοκίνητο
6 συγκρούομαι και περνώ από πάνω
7 κατατροπώνω
8 καταλύω
9 σαρώνω
10 κατατσακίζω
11 τσακίζω
12 συντρίβω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [traˈvɔlʤere]
1 εξουθενώνω
2 υπερνικώ
3 καταστρέφω
4 χτυπώ και ρίχνω κάτω
5 πατώ με αυτοκίνητο
6 συγκρούομαι και περνώ από πάνω
7 κατατροπώνω
8 καταλύω
9 σαρώνω
10 κατατσακίζω
11 τσακίζω
12 συντρίβω
permalink
travolgere (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android