Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


travolgènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [travolˈʤɛnte]

1 καταλυτικός
2 εξολοθρευτικός
3 συντριπτικός
4 ολοκληρωτικός
5 αφόρητος
6 ανυπόφορος
7 σαρωτικός
8 υπέρτερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  travisare travolgere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traviato (επίθ.)
traviatore (αρσ. επίθ και ουσ)
travicello (ουσ αρσ )
travisamento (ουσ αρσ )
travisare (ρ. μτβ.)
travolgente (επίθ.)
travolgere (ρ. μτβ.)
trazione (θηλ.ουσ)
tre ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
trealberi (ουσ αρσ )
trebbia (θηλ.ουσ)
trebbiare (ρ. μτβ.)
trebbiatore (ουσ αρσ )
trebbiatrice (θηλ.ουσ)
trebbiatura (θηλ.ουσ)
treccia (θηλ.ουσ)
trecciatrice (θηλ.ουσ)
treccino (ουσ αρσ )
trecciolina (θηλ.ουσ)
trecciuola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---