Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


travèrsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [traˈvɛrsa]

(strada) η κάθετη οδός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  travedere traversare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

travata (θηλ.ουσ)
travato (επίθ.)
travatura (θηλ.ουσ)
trave (θηλ.ουσ)
travedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traversa (θηλ.ουσ)
traversare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traversata (θηλ.ουσ)
traversia (θηλ.ουσ)
traversina (θηλ.ουσ)
traversino (ουσ αρσ )
traverso (ουσ αρσ )
traverso (επίθ.)
traversone (ουσ αρσ )
travertino (ουσ αρσ )
travestimento (ουσ αρσ )
travestire (ρ. μτβ.)
travestirsi (ρ.μ. (αντων.))
travestitismo (ουσ αρσ )
travestito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---