Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tràtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtratto]

1 το διάστημα
2 (di strada) η απόσταση

tràtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtratto]

τραβηγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trattino trattore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tutt'a un tratto = ξαφνικά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trattenere (ρ. μτβ.)
trattenersi (ρ.μ. (αντων.))
trattenimento (ουσ αρσ )
trattenuta (θηλ.ουσ)
trattino (ουσ αρσ )
tratto (ουσ αρσ )
tratto (επίθ.)
trattore (ουσ αρσ )
trattoria (θηλ.ουσ)
trattorista (ουσ αρσ και θηλ.)
trattrice (θηλ.ουσ)
tratturo (ουσ αρσ )
trauma (ουσ αρσ )
traumatico (επίθ.)
traumatizzare (ρ. μτβ.)
traumatizzato (ουσ αρσ )
traumatizzato (επίθ.)
traumatologia (θηλ.ουσ)
traumatologico (ουσ αρσ )
traumatologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---