Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtràtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtratto] 1 το διάστημα 2 (di strada) η απόσταση tràtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtratto] τραβηγμένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtutt'a un tratto = ξαφνικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |