Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasvolatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trazvolaˈtore]

αεροπόρος (μεγάλων διαδρομών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasvolata tratta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasverso (ουσ αρσ )
trasverso (επίθ.)
trasvolare (ρ.αμτβ.)
trasvolare (ρ. μτβ.)
trasvolata (θηλ.ουσ)
trasvolatore (ουσ αρσ )
tratta (θηλ.ουσ)
trattabile (επίθ.)
trattabilità (θηλ.ουσ)
trattamento (ουσ αρσ )
trattare (ρ.αμτβ.)
trattare (ρ. μτβ.)
trattarsi (ρ.μ. (αντων.))
trattario (αρσ. επίθ και ουσ)
trattatista (ουσ αρσ και θηλ.)
trattativa (θηλ.ουσ)
trattato (ουσ αρσ )
trattazione (θηλ.ουσ)
tratteggiare (ρ. μτβ.)
tratteggiato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---