Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trastullàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trastulˈlare]

1 παίζω
2 διασκεδάζω

trastullarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [trastulˈlarsi]

1 παίζω
2 χαζολογώ
3 ξεσκάζω
4 διασκεδάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trassato trastullo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasporto (ουσ αρσ )
traspositore (ουσ αρσ )
trasposizione (θηλ.ουσ)
trassato (ουσ αρσ )
trassato (επίθ.)
trastullare (ρ. μτβ.)
trastullarsi (ρ.μ. (αντων.))
trastullo (ουσ αρσ )
trasudamento (ουσ αρσ )
trasudare (ρ.αμτβ.)
trasudare (ρ. μτβ.)
trasudativo (επίθ.)
trasudatizio (επίθ.)
trasudato (αρσ. επίθ και ουσ)
trasudazione (θηλ.ουσ)
trasumanare (ρ.αμτβ.)
trasumanarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasumanazione (θηλ.ουσ)
trasversale (επίθ.)
trasversalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---