Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtraspirazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [traspiratˈtsjone] 1 εφίδρωση 2 διαπνοή 3 άδηλη αναπνοή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |