Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrasparènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [traspaˈrɛntsa] 1 καθαρότητα 2 διαύγεια 3 διαφάνεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |