Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traspiràre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [traspiˈrare]

1 διαρρέω
2 διαφαίνομαι
3 ιδρώνω
4 εξιδρώνω
5 διαπερνώ μέσα από πόρους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasparire traspiratorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traspadano (αρσ. επίθ και ουσ)
trasparente (ουσ αρσ )
trasparente (επίθ.)
trasparenza (θηλ.ουσ)
trasparire (ρ.αμτβ.)
traspirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traspiratorio (επίθ.)
traspirazione (θηλ.ουσ)
trasporre (ρ. μτβ.)
trasportabile (επίθ.)
trasportare (ρ. μτβ.)
trasportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasporto (ουσ αρσ )
traspositore (ουσ αρσ )
trasposizione (θηλ.ουσ)
trassato (ουσ αρσ )
trassato (επίθ.)
trastullare (ρ. μτβ.)
trastullarsi (ρ.μ. (αντων.))
trastullo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---