Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasparènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traspaˈrɛnte]

1 ύφασμα σκηνικού θεάτρου που ανάλογα με το φωτισμό αλλάζει διαφάνεια
2 ύφασμα κάτω από δαντέλα
3 φόντο
4 διαφάνεια
5 σλάιντ

trasparènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [traspaˈrɛnte]

διαφανής (-ής, -ές), διαφανός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traspadano trasparenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasmutabile (επίθ.)
trasmutabilità (θηλ.ουσ)
trasmutazione (θηλ.ουσ)
trasognato (επίθ.)
traspadano (αρσ. επίθ και ουσ)
trasparente (ουσ αρσ )
trasparente (επίθ.)
trasparenza (θηλ.ουσ)
trasparire (ρ.αμτβ.)
traspirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traspiratorio (επίθ.)
traspirazione (θηλ.ουσ)
trasporre (ρ. μτβ.)
trasportabile (επίθ.)
trasportare (ρ. μτβ.)
trasportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasporto (ουσ αρσ )
traspositore (ουσ αρσ )
trasposizione (θηλ.ουσ)
trassato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---