Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasmittènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trazmitˈtɛnte]

σταθμός εκπομπής

trasmittènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trazmitˈtɛnte]

εκπέμπων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasmissione trasmodare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasmigrare (ρ.αμτβ.)
trasmigrazione (θηλ.ουσ)
trasmissibile (επίθ.)
trasmissibilità (θηλ.ουσ)
trasmissione (θηλ.ουσ)
trasmittente (ουσ αρσ )
trasmittente (επίθ.)
trasmodare (ρ.αμτβ.)
trasmodato (επίθ.)
trasmutabile (επίθ.)
trasmutabilità (θηλ.ουσ)
trasmutazione (θηλ.ουσ)
trasognato (επίθ.)
traspadano (αρσ. επίθ και ουσ)
trasparente (ουσ αρσ )
trasparente (επίθ.)
trasparenza (θηλ.ουσ)
trasparire (ρ.αμτβ.)
traspirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traspiratorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---