Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrasformìstico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [trasforˈmistiko] 1 μεταρρυθμιστικός 2 μεταμορφωτικός 3 μετασχηματιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |