Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrasformazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [trasformatˈtsjone] 1 μετάπλαση 2 μεταμόρφωση 3 μετασχηματισμός 4 μετατροπή 5 μεταρρύθμιση 6 μεταποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |