Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasformàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trasforˈmabile]

1 μετατρέψιμος
2 τροποποιήσιμος
3 μετατρεπτός
4 μεταμορφώσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasfondere trasformabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasferta (θηλ.ουσ)
trasfigurare (ρ. μτβ.)
trasfigurarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasfigurazione (θηλ.ουσ)
trasfondere (ρ. μτβ.)
trasformabile (επίθ.)
trasformabilità (θηλ.ουσ)
trasformare (ρ. μτβ.)
trasformarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasformazionale (επίθ.)
trasformazione (θηλ.ουσ)
trasformismo (ουσ αρσ )
trasformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
trasformistico (επίθ.)
trasfusionale (επίθ.)
trasfusione (θηλ.ουσ)
trasgredire (ρ.αμτβ.)
trasgressione (θηλ.ουσ)
trasgressore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---