Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasfèrta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trasˈfɛrta]

sport η μετακίνηση εκτός έδρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasferirsi trasfigurare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasecolare (ρ.αμτβ.)
trasferibile (αρσ. επίθ και ουσ)
trasferimento (ουσ αρσ )
trasferire (ρ. μτβ.)
trasferirsi (ρ.μ. (αντων.))
trasferta (θηλ.ουσ)
trasfigurare (ρ. μτβ.)
trasfigurarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasfigurazione (θηλ.ουσ)
trasfondere (ρ. μτβ.)
trasformabile (επίθ.)
trasformabilità (θηλ.ουσ)
trasformare (ρ. μτβ.)
trasformarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasformazionale (επίθ.)
trasformazione (θηλ.ουσ)
trasformismo (ουσ αρσ )
trasformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
trasformistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---