Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrasferìbile
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [trasfeˈribile] 1 μεταβιβάσιμος 2 μεταθετός 3 που αντιγράφεται με σιδέρωμα (για αυτοκόλλητο) 4 μεταθέσιμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |