Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasferìbile  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [trasfeˈribile]

1 μεταβιβάσιμος
2 μεταθετός
3 που αντιγράφεται με σιδέρωμα (για αυτοκόλλητο)
4 μεταθέσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasecolare trasferimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trascurato (αρσ. επίθ και ουσ)
trasduttore (ουσ αρσ )
trasduzione (θηλ.ουσ)
trasecolamento (ουσ αρσ )
trasecolare (ρ.αμτβ.)
trasferibile (αρσ. επίθ και ουσ)
trasferimento (ουσ αρσ )
trasferire (ρ. μτβ.)
trasferirsi (ρ.μ. (αντων.))
trasferta (θηλ.ουσ)
trasfigurare (ρ. μτβ.)
trasfigurarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasfigurazione (θηλ.ουσ)
trasfondere (ρ. μτβ.)
trasformabile (επίθ.)
trasformabilità (θηλ.ουσ)
trasformare (ρ. μτβ.)
trasformarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasformazionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---