Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrasferiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trasferiˈmento] 1 (in altra città) η μετάθεση 2 (di impiegato, studente) η μεταγραφή 3 (di merci) η μεταφορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |