Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trascuràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trasˈkurare]

1 αμελώ
2 παραβλέπω
3 παραμελώ
4 οκνώ
5 λησμονώ
6 ολιγωρώ
7 παρορώ
8 παραλείπω
9 αδιαφορώ
10 αγνοώ
11 αβλεπτώ

trascurarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [trasˈkurarsi]

παραμελώ τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trascuranza trascuratamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trascrittore (ουσ αρσ )
trascrivere (ρ. μτβ.)
trascrizione (θηλ.ουσ)
trascurabile (επίθ.)
trascuranza (θηλ.ουσ)
trascurare (ρ. μτβ.)
trascurarsi (ρ.μ. (αντων.))
trascuratamente (επίρ.)
trascuratezza (θηλ.ουσ)
trascurato (αρσ. επίθ και ουσ)
trasduttore (ουσ αρσ )
trasduzione (θηλ.ουσ)
trasecolamento (ουσ αρσ )
trasecolare (ρ.αμτβ.)
trasferibile (αρσ. επίθ και ουσ)
trasferimento (ουσ αρσ )
trasferire (ρ. μτβ.)
trasferirsi (ρ.μ. (αντων.))
trasferta (θηλ.ουσ)
trasfigurare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---