Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrascórso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trasˈkorso] 1 λάθος 2 παρόραμα 3 αβλεψία 4 παραδρομή trascórso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [trasˈkorso] περασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |