Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trappìsta  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [trapˈpista]

1 ερημίτης
2 ασκητής
3 τραπιστής καλόγερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trappa trappola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trapiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
trapiantatoio (ουσ αρσ )
trapiantatrice (θηλ.ουσ)
trapianto (ουσ αρσ )
trappa (θηλ.ουσ)
trappista (αρσ. επίθ και ουσ)
trappola (θηλ.ουσ)
trappolone (ουσ αρσ )
trapunta (θηλ.ουσ)
trapuntare (ρ. μτβ.)
trapunto (ουσ αρσ )
trapunto (επίθ.)
trarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasalimento (ουσ αρσ )
trasalire (ρ.αμτβ.)
trasandato (επίθ.)
trasbordare (ρ.αμτβ.)
trasbordare (ρ. μτβ.)
trasbordo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---