Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrappìsta
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [trapˈpista] 1 ερημίτης 2 ασκητής 3 τραπιστής καλόγερος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |