Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trapiantatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trapjantaˈtojo]

φυτευτήρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trapiantarsi trapiantatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trapezoide (ουσ αρσ )
trapezoide (επίθ.)
trapiantabile (επίθ.)
trapiantare (ρ. μτβ.)
trapiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
trapiantatoio (ουσ αρσ )
trapiantatrice (θηλ.ουσ)
trapianto (ουσ αρσ )
trappa (θηλ.ουσ)
trappista (αρσ. επίθ και ουσ)
trappola (θηλ.ουσ)
trappolone (ουσ αρσ )
trapunta (θηλ.ουσ)
trapuntare (ρ. μτβ.)
trapunto (ουσ αρσ )
trapunto (επίθ.)
trarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasalimento (ουσ αρσ )
trasalire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---