Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trapezòide  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trapedˈdzɔjde], [trapetˈtsɔjde]

τραπεζοειδές

trapezòide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trapedˈdzɔjde], [trapetˈtsɔjde]

Τραπεζοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trapezoidale trapiantabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trapelo (ουσ αρσ )
trapezio (αρσ. επίθ και ουσ)
trapezista (ουσ αρσ και θηλ.)
trapezoedro (ουσ αρσ )
trapezoidale (επίθ.)
trapezoide (ουσ αρσ )
trapezoide (επίθ.)
trapiantabile (επίθ.)
trapiantare (ρ. μτβ.)
trapiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
trapiantatoio (ουσ αρσ )
trapiantatrice (θηλ.ουσ)
trapianto (ουσ αρσ )
trappa (θηλ.ουσ)
trappista (αρσ. επίθ και ουσ)
trappola (θηλ.ουσ)
trappolone (ουσ αρσ )
trapunta (θηλ.ουσ)
trapuntare (ρ. μτβ.)
trapunto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---