Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trapèzio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [traˈpɛttsjo]

1 τραπεζοειδής μυς
2 τραπέζιο
3 μπάρα οριζόντια κρεμασμένη σε σκοινιά (γυμναστική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trapelo trapezista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trapassare (ρ. μτβ.)
trapassato (αρσ. επίθ και ουσ)
trapasso (ουσ αρσ )
trapelare (ρ.αμτβ.)
trapelo (ουσ αρσ )
trapezio (αρσ. επίθ και ουσ)
trapezista (ουσ αρσ και θηλ.)
trapezoedro (ουσ αρσ )
trapezoidale (επίθ.)
trapezoide (ουσ αρσ )
trapezoide (επίθ.)
trapiantabile (επίθ.)
trapiantare (ρ. μτβ.)
trapiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
trapiantatoio (ουσ αρσ )
trapiantatrice (θηλ.ουσ)
trapianto (ουσ αρσ )
trappa (θηλ.ουσ)
trappista (αρσ. επίθ και ουσ)
trappola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---