Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trapassàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [trapasˈsare]

1 περνώ
2 πεθαίνω

trapassàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trapasˈsare]

1 διατρυπώ
2 διατρέχω
3 περονιάζω
4 διαπερνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trapassabile trapassato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trapanatrice (θηλ.ουσ)
trapanatura (θηλ.ουσ)
trapanazione (θηλ.ουσ)
trapano (ουσ αρσ )
trapassabile (επίθ.)
trapassare (ρ.αμτβ.)
trapassare (ρ. μτβ.)
trapassato (αρσ. επίθ και ουσ)
trapasso (ουσ αρσ )
trapelare (ρ.αμτβ.)
trapelo (ουσ αρσ )
trapezio (αρσ. επίθ και ουσ)
trapezista (ουσ αρσ και θηλ.)
trapezoedro (ουσ αρσ )
trapezoidale (επίθ.)
trapezoide (ουσ αρσ )
trapezoide (επίθ.)
trapiantabile (επίθ.)
trapiantare (ρ. μτβ.)
trapiantarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---