Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tràpano  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrapano]

1 το τρυπάνι
2 (di dentista) ο τροχός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trapanazione trapassabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trapanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trapanatore (ουσ αρσ )
trapanatrice (θηλ.ουσ)
trapanatura (θηλ.ουσ)
trapanazione (θηλ.ουσ)
trapano (ουσ αρσ )
trapassabile (επίθ.)
trapassare (ρ.αμτβ.)
trapassare (ρ. μτβ.)
trapassato (αρσ. επίθ και ουσ)
trapasso (ουσ αρσ )
trapelare (ρ.αμτβ.)
trapelo (ουσ αρσ )
trapezio (αρσ. επίθ και ουσ)
trapezista (ουσ αρσ και θηλ.)
trapezoedro (ουσ αρσ )
trapezoidale (επίθ.)
trapezoide (ουσ αρσ )
trapezoide (επίθ.)
trapiantabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---