Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suppellèttile (θηλ.ουσ) supposizióne (θηλ.ουσ)
suppergiù (επίρ.) suppósta, suppòsta (θηλ.ουσ)
supplementàre (επίθ.) suppósto (αρσ. επίθ και ουσ)
suppleménto (ουσ αρσ ) suppuràbile (επίθ.)
supplentàto (ουσ αρσ ) suppuràre (ρ.αμτβ.)
supplènte (ουσ αρσ και θηλ.) suppuratìvo (επίθ.)
supplènte (επίθ.) suppurazióne (θηλ.ουσ)
supplènza (θηλ.ουσ) supremazìa (θηλ.ουσ)
suppletìvo (επίθ.) suprême (ουσ αρσ και θηλ.)
suppletòrio (επίθ.) suprèmo (επίθ.)
supplì (ουσ αρσ ) surah (ουσ αρσ και θηλ.)
sùpplica (θηλ.ουσ) surclassàre (ρ. μτβ.)
supplicànte (ουσ αρσ και θηλ.) surf (ουσ αρσ )
supplicànte (επίθ.) surfing (ουσ αρσ )
supplicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) surgelaménto (ουσ αρσ )
supplicatòrio (επίθ.) surgelàre (ρ. μτβ.)
supplichévole (επίθ.) surgelàto (ουσ αρσ )
supplichevolménte (επίρ.) surgelàto (επίθ.)
supplìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) suriezióne (θηλ.ουσ)
suppliziàre (ρ. μτβ.) surmenage (ουσ αρσ )
supplìzio (ουσ αρσ ) surmolòtto (ουσ αρσ )
supponìbile (επίθ.) surplace (ουσ αρσ )
suppórre (ρ. μτβ.) surplus (ουσ αρσ )
suppòrto (ουσ αρσ ) surreàle (επίθ.)
suppositòrio (ουσ αρσ ) surrealìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: