Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


supremazìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suprematˈtsia]

1 αρχηγική ικανότητα
2 ανωτερότητα
3 αρχηγία
4 επικυριαρχία
5 υπεροχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suppurazione supreme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supposto (αρσ. επίθ και ουσ)
suppurabile (επίθ.)
suppurare (ρ.αμτβ.)
suppurativo (επίθ.)
suppurazione (θηλ.ουσ)
supremazia (θηλ.ουσ)
supreme (ουσ αρσ και θηλ.)
supremo (επίθ.)
surah (ουσ αρσ και θηλ.)
surclassare (ρ. μτβ.)
surf (ουσ αρσ )
surfing (ουσ αρσ )
surgelamento (ουσ αρσ )
surgelare (ρ. μτβ.)
surgelato (ουσ αρσ )
surgelato (επίθ.)
suriezione (θηλ.ουσ)
surmenage (ουσ αρσ )
surmolotto (ουσ αρσ )
surplace (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---