Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsupremazìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [suprematˈtsia] 1 αρχηγική ικανότητα 2 ανωτερότητα 3 αρχηγία 4 επικυριαρχία 5 υπεροχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |