Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suppuràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [suppuˈrare]

1 γεμίζω πύον (για σπυρί)
2 ομπυάζω
3 εμπυούμαι
4 βγάζω πύον
5 πυορροώ
6 διαπυούμαι
7 μολύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suppurabile suppurativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suppositorio (ουσ αρσ )
supposizione (θηλ.ουσ)
supposta (θηλ.ουσ)
supposto (αρσ. επίθ και ουσ)
suppurabile (επίθ.)
suppurare (ρ.αμτβ.)
suppurativo (επίθ.)
suppurazione (θηλ.ουσ)
supremazia (θηλ.ουσ)
supreme (ουσ αρσ και θηλ.)
supremo (επίθ.)
surah (ουσ αρσ και θηλ.)
surclassare (ρ. μτβ.)
surf (ουσ αρσ )
surfing (ουσ αρσ )
surgelamento (ουσ αρσ )
surgelare (ρ. μτβ.)
surgelato (ουσ αρσ )
surgelato (επίθ.)
suriezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---