Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suppuràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [suppuˈrabile]

που μπορεί να γεμίσει πύον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supposto suppurare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supporto (ουσ αρσ )
suppositorio (ουσ αρσ )
supposizione (θηλ.ουσ)
supposta (θηλ.ουσ)
supposto (αρσ. επίθ και ουσ)
suppurabile (επίθ.)
suppurare (ρ.αμτβ.)
suppurativo (επίθ.)
suppurazione (θηλ.ουσ)
supremazia (θηλ.ουσ)
supreme (ουσ αρσ και θηλ.)
supremo (επίθ.)
surah (ουσ αρσ και θηλ.)
surclassare (ρ. μτβ.)
surf (ουσ αρσ )
surfing (ουσ αρσ )
surgelamento (ουσ αρσ )
surgelare (ρ. μτβ.)
surgelato (ουσ αρσ )
surgelato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---