Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suppòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [supˈpɔrto]

1 υπόβαθρο
2 υποστύλωμα
3 υποστάτης
4 φορέας
5 έρεισμα
6 υπέρεισμα
7 μπράτσο
8 βάση
9 αντιστήριγμα
10 υποστήριγμα
11 πέδιλο
12 στερέωμα
13 αντηρίς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supporre suppositorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supplire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suppliziare (ρ. μτβ.)
supplizio (ουσ αρσ )
supponibile (επίθ.)
supporre (ρ. μτβ.)
supporto (ουσ αρσ )
suppositorio (ουσ αρσ )
supposizione (θηλ.ουσ)
supposta (θηλ.ουσ)
supposto (αρσ. επίθ και ουσ)
suppurabile (επίθ.)
suppurare (ρ.αμτβ.)
suppurativo (επίθ.)
suppurazione (θηλ.ουσ)
supremazia (θηλ.ουσ)
supreme (ουσ αρσ και θηλ.)
supremo (επίθ.)
surah (ουσ αρσ και θηλ.)
surclassare (ρ. μτβ.)
surf (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---