Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suprême  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suˈprem]

1 φαγητό με κρέμα και σάλτσα κοτόπουλου
2 σάλτσα κοτόπουλου με κρέμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supremazia supremo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suppurabile (επίθ.)
suppurare (ρ.αμτβ.)
suppurativo (επίθ.)
suppurazione (θηλ.ουσ)
supremazia (θηλ.ουσ)
supreme (ουσ αρσ και θηλ.)
supremo (επίθ.)
surah (ουσ αρσ και θηλ.)
surclassare (ρ. μτβ.)
surf (ουσ αρσ )
surfing (ουσ αρσ )
surgelamento (ουσ αρσ )
surgelare (ρ. μτβ.)
surgelato (ουσ αρσ )
surgelato (επίθ.)
suriezione (θηλ.ουσ)
surmenage (ουσ αρσ )
surmolotto (ουσ αρσ )
surplace (ουσ αρσ )
surplus (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---