Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


supposizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suppozitˈtsjone]

1 δοξασία
2 εικοτολογία
3 υπόθεση
4 εικασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suppositorio supposta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supplizio (ουσ αρσ )
supponibile (επίθ.)
supporre (ρ. μτβ.)
supporto (ουσ αρσ )
suppositorio (ουσ αρσ )
supposizione (θηλ.ουσ)
supposta (θηλ.ουσ)
supposto (αρσ. επίθ και ουσ)
suppurabile (επίθ.)
suppurare (ρ.αμτβ.)
suppurativo (επίθ.)
suppurazione (θηλ.ουσ)
supremazia (θηλ.ουσ)
supreme (ουσ αρσ και θηλ.)
supremo (επίθ.)
surah (ουσ αρσ και θηλ.)
surclassare (ρ. μτβ.)
surf (ουσ αρσ )
surfing (ουσ αρσ )
surgelamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---