Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suppósta, suppòsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [supˈposta], [supˈpɔsta]

το υπόθετο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supposizione supposto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supponibile (επίθ.)
supporre (ρ. μτβ.)
supporto (ουσ αρσ )
suppositorio (ουσ αρσ )
supposizione (θηλ.ουσ)
supposta (θηλ.ουσ)
supposto (αρσ. επίθ και ουσ)
suppurabile (επίθ.)
suppurare (ρ.αμτβ.)
suppurativo (επίθ.)
suppurazione (θηλ.ουσ)
supremazia (θηλ.ουσ)
supreme (ουσ αρσ και θηλ.)
supremo (επίθ.)
surah (ουσ αρσ και θηλ.)
surclassare (ρ. μτβ.)
surf (ουσ αρσ )
surfing (ουσ αρσ )
surgelamento (ουσ αρσ )
surgelare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---