Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


supplichévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [suppliˈkevole]

1 παρακλητικός
2 ικετικός
3 παρακαλεστικός
4 δεητικός
5 ικετευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supplicatorio supplichevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supplica (θηλ.ουσ)
supplicante (ουσ αρσ και θηλ.)
supplicante (επίθ.)
supplicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
supplicatorio (επίθ.)
supplichevole (επίθ.)
supplichevolmente (επίρ.)
supplire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suppliziare (ρ. μτβ.)
supplizio (ουσ αρσ )
supponibile (επίθ.)
supporre (ρ. μτβ.)
supporto (ουσ αρσ )
suppositorio (ουσ αρσ )
supposizione (θηλ.ουσ)
supposta (θηλ.ουσ)
supposto (αρσ. επίθ και ουσ)
suppurabile (επίθ.)
suppurare (ρ.αμτβ.)
suppurativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---