Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsupplicànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [suppliˈkante] ικέτης supplicànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [suppliˈkante] 1 παρακαλεστικός 2 δεητικός 3 ικετευτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |