Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


supplènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [supˈplɛntsa]

προσωρινή θέση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supplente suppletivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supplementare (επίθ.)
supplemento (ουσ αρσ )
supplentato (ουσ αρσ )
supplente (ουσ αρσ και θηλ.)
supplente (επίθ.)
supplenza (θηλ.ουσ)
suppletivo (επίθ.)
suppletorio (επίθ.)
supplì (ουσ αρσ )
supplica (θηλ.ουσ)
supplicante (ουσ αρσ και θηλ.)
supplicante (επίθ.)
supplicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
supplicatorio (επίθ.)
supplichevole (επίθ.)
supplichevolmente (επίρ.)
supplire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suppliziare (ρ. μτβ.)
supplizio (ουσ αρσ )
supponibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---