Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


supplènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [supˈplɛnte]

ο αναπληρωτής, η αναπληρώτρια

supplènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [supˈplɛnte]

1 προσωρινός
2 προσωρινά απασχολούμενος
3 αναπληρωματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supplentato supplenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suppellettile (θηλ.ουσ)
suppergiù (επίρ.)
supplementare (επίθ.)
supplemento (ουσ αρσ )
supplentato (ουσ αρσ )
supplente (ουσ αρσ και θηλ.)
supplente (επίθ.)
supplenza (θηλ.ουσ)
suppletivo (επίθ.)
suppletorio (επίθ.)
supplì (ουσ αρσ )
supplica (θηλ.ουσ)
supplicante (ουσ αρσ και θηλ.)
supplicante (επίθ.)
supplicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
supplicatorio (επίθ.)
supplichevole (επίθ.)
supplichevolmente (επίρ.)
supplire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suppliziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---