Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stoppàre (ρ. μτβ.) storicocrìtico (επίθ.)
stoppàta (θηλ.ουσ) storièlla (θηλ.ουσ)
stoppatóre (ουσ αρσ ) storiografìa (θηλ.ουσ)
stóppia (θηλ.ουσ) storiogràfico (επίθ.)
stoppìno (ουσ αρσ ) storiògrafo (ουσ αρσ )
stoppóso (επίθ.) storióne (ουσ αρσ )
storàce (ουσ αρσ ) stormìre (ρ.αμτβ.)
stòrcere (ρ. μτβ.) stórmo (ουσ αρσ )
stòrcersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) stornàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
storciménto (ουσ αρσ ) stornellàre (ρ.αμτβ.)
stordiménto (ουσ αρσ ) stornellàta (θηλ.ουσ)
stordìre (ρ. μτβ.) stornellatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
stordirsi (ρ.μ. (αντων.)) stornèllo (ουσ αρσ )
storditàggine (θηλ.ουσ) stórno (ουσ αρσ )
stordìto (αρσ. επίθ και ουσ) stórno (επίθ.)
stòria (θηλ.ουσ) storpiaménto (ουσ αρσ )
storicaménte (επίρ.) storpiàre (ρ. μτβ.)
storicìsmo (ουσ αρσ ) storpiarsi (ρ.μ. (αντων.))
storicìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) storpiàto (ουσ αρσ )
storicìstico (επίθ.) storpiàto (επίθ.)
storicità (θηλ.ουσ) storpiatùra (θηλ.ουσ)
storicizzàre (ρ. μτβ.) stòrpio (ουσ αρσ )
storicizzazióne (θηλ.ουσ) stòrpio, stórpio (επίθ.)
stòrico (ουσ αρσ ) stòrta (θηλ.ουσ)
stòrico (επίθ.) stortaménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: