Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rosàcee (θηλ. ουσ πληθ.) rosolìa (θηλ.ουσ)
rosàceo (επίθ.) rosòlida (θηλ.ουσ)
rosàio (ουσ αρσ ) rosolièra (θηλ.ουσ)
rosanilìna (θηλ.ουσ) rosòlio (ουσ αρσ )
rosàrio (ουσ αρσ ) rosóne (ουσ αρσ )
rosàta (θηλ.ουσ) ròspo (ουσ αρσ )
rosatèllo (ουσ αρσ ) rossàstro (αρσ. επίθ και ουσ)
rosàto (αρσ. επίθ και ουσ) rosseggiànte (επίθ.)
ròsbif (ουσ αρσ ) rosseggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ròseo (αρσ. επίθ και ουσ) rossèllo (ουσ αρσ )
rosèola (θηλ.ουσ) rossétta (θηλ.ουσ)
roséto (ουσ αρσ ) rossétto (ουσ αρσ )
rosétta (θηλ.ουσ) rossézza (θηλ.ουσ)
rosicànte (αρσ. επίθ και ουσ) rossìccio (ουσ αρσ )
rosicàre (ρ. μτβ.) rossìccio (επίθ.)
rosicatùra (θηλ.ουσ) rossiniàno (ουσ αρσ )
rosicchiaménto (ουσ αρσ ) rossiniàno (επίθ.)
rosicchiàre (ρ. μτβ.) rósso (ουσ αρσ )
rosicoltóre (αρσ. επίθ και ουσ) rósso (επίθ.)
rosicoltùra (θηλ.ουσ) rossóre (ουσ αρσ )
rosmarìno (ουσ αρσ ) ròsta (θηλ.ουσ)
róso (αρσ. επίθ και ουσ) rosticcerìa (θηλ.ουσ)
rosolàccio (ουσ αρσ ) rosticcière (ουσ αρσ )
rosolàre (ρ. μτβ.) rostìccio (ουσ αρσ )
rosolatùra (θηλ.ουσ) rostràle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: