Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rossóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rosˈsore]

1 ρόδισμα
2 ντροπή
3 κοκκίνισμα
4 ερυθρίαση
5 κόκκινο χρώμα
6 ερύθημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rosso rosta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rossiccio (επίθ.)
rossiniano (ουσ αρσ )
rossiniano (επίθ.)
rosso (ουσ αρσ )
rosso (επίθ.)
rossore (ουσ αρσ )
rosta (θηλ.ουσ)
rosticceria (θηλ.ουσ)
rosticciere (ουσ αρσ )
rosticcio (ουσ αρσ )
rostrale (επίθ.)
rostrato (επίθ.)
rostro (ουσ αρσ )
rosume (ουσ αρσ )
rotabile (θηλ.ουσ)
rotabile (επίθ.)
rotacismo (ουσ αρσ )
rotacizzare (ρ. μτβ.)
rotaia (θηλ.ουσ)
rotante (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---