Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rossìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔza]

κοκκινωπό χρώμα

rossìccio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔza]

1 κοκκινωπός
2 ερυθρωπός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rossezza rossiniano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rosseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rossello (ουσ αρσ )
rossetta (θηλ.ουσ)
rossetto (ουσ αρσ )
rossezza (θηλ.ουσ)
rossiccio (ουσ αρσ )
rossiccio (επίθ.)
rossiniano (ουσ αρσ )
rossiniano (επίθ.)
rosso (ουσ αρσ )
rosso (επίθ.)
rossore (ουσ αρσ )
rosta (θηλ.ουσ)
rosticceria (θηλ.ουσ)
rosticciere (ουσ αρσ )
rosticcio (ουσ αρσ )
rostrale (επίθ.)
rostrato (επίθ.)
rostro (ουσ αρσ )
rosume (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---