Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rostràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rosˈtrato]

1 ραμφοειδής
2 ρυγχοειδής
3 διακοσμημένος με διακοσμητικά έμβολα (σαν των αρχαίων ρωμαὶκών πλοίων)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rostrale rostro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rosta (θηλ.ουσ)
rosticceria (θηλ.ουσ)
rosticciere (ουσ αρσ )
rosticcio (ουσ αρσ )
rostrale (επίθ.)
rostrato (επίθ.)
rostro (ουσ αρσ )
rosume (ουσ αρσ )
rotabile (θηλ.ουσ)
rotabile (επίθ.)
rotacismo (ουσ αρσ )
rotacizzare (ρ. μτβ.)
rotaia (θηλ.ουσ)
rotante (αρσ. επίθ και ουσ)
rotare (ρ.αμτβ.)
rotare (ρ. μτβ.)
rotariano (αρσ. επίθ και ουσ)
rotativa (θηλ.ουσ)
rotativista (ουσ αρσ και θηλ.)
rotativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---