Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rotatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rotaˈtivo]

1 που γίνεται με περιστροφή
2 περιστροφικός
3 γυριστός
4 στριφογυριστός
5 κυκλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rotativista rotato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rotare (ρ.αμτβ.)
rotare (ρ. μτβ.)
rotariano (αρσ. επίθ και ουσ)
rotativa (θηλ.ουσ)
rotativista (ουσ αρσ και θηλ.)
rotativo (επίθ.)
rotato (επίθ.)
rotatorio (επίθ.)
rotazionale (αρσ. επίθ και ουσ)
rotazione (θηλ.ουσ)
roteamento (ουσ αρσ )
roteare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
roteazione (θηλ.ουσ)
rotella (θηλ.ουσ)
rotellista (ουσ αρσ και θηλ.)
rotiferi (ουσ αρσ πληθ.)
rotismo (ουσ αρσ )
rotocalco (ουσ αρσ )
rotocalcografia (θηλ.ουσ)
rotocalcografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---