Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rotazionàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rotattsjoˈnale]

1 περιστροφικός
2 περιστρεφόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rotatorio rotazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rotativa (θηλ.ουσ)
rotativista (ουσ αρσ και θηλ.)
rotativo (επίθ.)
rotato (επίθ.)
rotatorio (επίθ.)
rotazionale (αρσ. επίθ και ουσ)
rotazione (θηλ.ουσ)
roteamento (ουσ αρσ )
roteare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
roteazione (θηλ.ουσ)
rotella (θηλ.ουσ)
rotellista (ουσ αρσ και θηλ.)
rotiferi (ουσ αρσ πληθ.)
rotismo (ουσ αρσ )
rotocalco (ουσ αρσ )
rotocalcografia (θηλ.ουσ)
rotocalcografico (επίθ.)
rotocalcografo (ουσ αρσ )
rotolamento (ουσ αρσ )
rotolante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---