Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rotocàlco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rotoˈkalko]

το εικονογραφημένο περιοδικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rotismo rotocalcografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

roteazione (θηλ.ουσ)
rotella (θηλ.ουσ)
rotellista (ουσ αρσ και θηλ.)
rotiferi (ουσ αρσ πληθ.)
rotismo (ουσ αρσ )
rotocalco (ουσ αρσ )
rotocalcografia (θηλ.ουσ)
rotocalcografico (επίθ.)
rotocalcografo (ουσ αρσ )
rotolamento (ουσ αρσ )
rotolante (επίθ.)
rotolare (ρ.αμτβ.)
rotolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rotolio (ουσ αρσ )
rotolo (ουσ αρσ )
rotolone (ουσ αρσ )
rotoloni (επίρ.)
rotonave (θηλ.ουσ)
rotonda (θηλ.ουσ)
rotondeggiante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---