Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rotolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rotoˈlare]

κατρακυλώ, κυλώ

rotolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rotoˈlarsi]

1 κυλώ
2 κυλιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rotolante rotolio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rotocalcografia (θηλ.ουσ)
rotocalcografico (επίθ.)
rotocalcografo (ουσ αρσ )
rotolamento (ουσ αρσ )
rotolante (επίθ.)
rotolare (ρ.αμτβ.)
rotolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rotolio (ουσ αρσ )
rotolo (ουσ αρσ )
rotolone (ουσ αρσ )
rotoloni (επίρ.)
rotonave (θηλ.ουσ)
rotonda (θηλ.ουσ)
rotondeggiante (επίθ.)
rotondeggiare (ρ.αμτβ.)
rotondità (θηλ.ουσ)
rotondo (αρσ. επίθ και ουσ)
rotore (ουσ αρσ )
rotorico (επίθ.)
rotta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---